αγκωνή

αγκωνή
η 1. η γωνία σε αντιδιαστολή προς τις πλευρές της
2. ο χώρος γύρω από γωνία σε αντιδιαστολή προς την υπόλοιπη έκταση
3. απόμερη θέση, άκρη, γωνιά
4. η γωνιά τού τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + γωνία, αντί αγκωνία, πρβλ. και αμφιβολία - αφιβολή.
ΠΑΡ. αγκωνάρι, αγκωνίτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγκώνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκωνή — η η γωνιά, η γωνιακή προεξοχή του σπιτιού, του ψωμιού, της πίτας κτλ.: Του άρεσε η αγκωνή του ψωμιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκωνιάζω — [αγκωνή] 1. τοποθετώ στη γωνία 2. σπρώχνω προς τη γωνία 3. χαράζω στο έδαφος τις γωνίες οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί 4. ορθογωνιάζω (τοιχοποιία, ξυλουργική) …   Dictionary of Greek

  • αγκωνίτσα — η [αγκωνή] μικρή αγκωνή* …   Dictionary of Greek

  • αγκωνούλα — η [αγκωνή] 1. (χαϊδευτ.) η αγκωνή* 2. μικρό σπίτι, σπιτάκι, «γωνίτσα» …   Dictionary of Greek

  • αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • αγκωνίζομαι — ἀγκωνίζομαι (Α) [ἀγκωνή] 1. σχηματίζω καμπύλες, καμπές 2. μιλώ με ελιγμούς, με πολλές περιστροφές …   Dictionary of Greek

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • τεσσεράγκωνος — και τεσσαράγκωνος, η, ο, Ν ο τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσερα + αγκωνή «γωνία» τ. διαλ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • τετράγκωνος — η, ο, Ν τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + αγκωνή «γωνία» (πρβλ. και τεσσαρ άγκωνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”