ἀγκώνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκωνή — η η γωνιά, η γωνιακή προεξοχή του σπιτιού, του ψωμιού, της πίτας κτλ.: Του άρεσε η αγκωνή του ψωμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκωνιάζω — [αγκωνή] 1. τοποθετώ στη γωνία 2. σπρώχνω προς τη γωνία 3. χαράζω στο έδαφος τις γωνίες οικοδομήματος που πρόκειται να χτιστεί 4. ορθογωνιάζω (τοιχοποιία, ξυλουργική) … Dictionary of Greek
αγκωνίτσα — η [αγκωνή] μικρή αγκωνή* … Dictionary of Greek
αγκωνούλα — η [αγκωνή] 1. (χαϊδευτ.) η αγκωνή* 2. μικρό σπίτι, σπιτάκι, «γωνίτσα» … Dictionary of Greek
αγκωνάρι — το 1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει 2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων 3. κάθε ογκώδης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκωνή. ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek
αγκωνίζομαι — ἀγκωνίζομαι (Α) [ἀγκωνή] 1. σχηματίζω καμπύλες, καμπές 2. μιλώ με ελιγμούς, με πολλές περιστροφές … Dictionary of Greek
αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… … Dictionary of Greek
τεσσεράγκωνος — και τεσσαράγκωνος, η, ο, Ν ο τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσερα + αγκωνή «γωνία» τ. διαλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
τετράγκωνος — η, ο, Ν τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + αγκωνή «γωνία» (πρβλ. και τεσσαρ άγκωνος)] … Dictionary of Greek